- ὑπόφερε
- ὑποφέρωcarry away underpres imperat act 2nd sgὑποφέρωcarry away underimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Όλομουτς — (OIomouc). Πόλη της Τσεχίας (περ. 106 000 κατ.) στη βόρεια Μοραβία. Βρίσκεται στο κέντρο λεκανοπεδίου που διασχίζεται από τον ποταμό Μοράβα, στη συμβολή του με τον Βίστριτσα, σε απόσταση 68 χλμ. από το Μπρνο. Αποτελεί σπουδαίο σιδηροδρομικό κόμβο … Dictionary of Greek
Σαιν - Καντέν — (Saint Quentin). Πόλη (π. 63.567 κάτ.) της Β. Γαλλίας στο νομό Aw της περιοχής της Πικαρδίας. Είναι χτισμένη αμφιθεατρικά σε υψώματα που δεσπόζουν στη δεξιά όχθη του ποταμού Σομ και πάνω από τον κόλπο όπου ενώνονται τα κανάλια του Κροζά και του Σ … Dictionary of Greek
Σμρεκ, Γιαν — (Smrek). Ψευδώνυμο του Σλοβάκου ποιητή Γιαν Τσιετέκ (Ζέμιανσκε Λιεσκοβέ 1898). Πρωτοπαρουσιάστηκε με μια συλλογή συμβολικών ποιημάτων, Καταδικασμένος σε αιώνια δίψα, το 1922. Ακολούθησαν οι συλλογές Καλπάζουσες ημέρες (1925), θεϊκοί κόμποι (1929) … Dictionary of Greek
άλυπος — η, ο αυτός που δεν υπόφερε λύπες: Ως τα γηρατειά έζησε άλυπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποκλεισμός — αποκλεισμός, ο και απόκλειση, η 1. η απομόνωση (συνήθως με ένοπλη βία) μιας χώρας: Η Ελλάδα υπόφερε από τον αποκλεισμό που της είχαν κάνει οι Αγγλογάλλοι στον α παγκόσμιο πόλεμο. 2. «εμπορικός αποκλεισμός», η άρνηση, από εμπόρους και καταναλωτές… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστέναχτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε στέναξε, δεν υπόφερε: Πέρασε μια ζωή αστέναχτη. 2. εκείνος για τον οποίο δε στέναξε κανείς: Χάθηκε στην ξενιτιά άκλαυτος κι αστέναχτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστρατολόγητος — η, ο αυτός που δε στρατολογήθηκε, δεν κλήθηκε στο στρατό: Έμεινε αστρατολόγητος, γιατί υπόφερε από μιαν αγιάτρευτη αρρώστια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πάθος — το γεν. ους, πληθ. τα πάθη και πάθια 1. αρρώστια, νόσημα σωματικό. 2. περιπέτεια, βάσανο, μαρτύριο: Υπόφερε του Χριστού τα πάθη. 3. ζωηρό συναίσθημα, ορμή, μίσος κτλ.: Μισεί με πάθος τους ψεύτες. 4. ζωηρή τάση, επιθυμία για κάτι: Έχει πάθος με τη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)